ησυχαστές

ησυχαστές
Οπαδοί θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος στο Βυζάντιο (14ος αι.). Επιδίωκαν –μέσω της απόλυτης συγκέντρωσης και της προσευχής– να περιπέσουν σε έκσταση και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. To κίνημα αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Άγιον Όρος, τάραξε το Βυζάντιο το πρώτο μισό του 14ου αι. –εποχή εμφύλιου πολέμου και μεγάλων εξωτερικών κινδύνων– εξαιτίας της αντίδρασης που προκάλεσε και του φανατισμού που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις αντίθετες παρατάξεις. O σπουδαιότερος η. και πιο αξιόλογος θεωρητικός του κινήματος ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ o κύριος εχθρός του ο μοναχός Βαρλαάμ από την Καλαβρία της νότιας Ιταλίας. Η βασική δογματική αντίθεση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις είχε ως αντικείμενο τη φύση του άπλετου φωτός που οι η. οραματίζονταν όταν βρίσκονταν σε έκσταση και το οποίο, σύμφωνα με την πεποίθησή τους, ήταν της ίδιας φύσης με το φως που έλαμψε στο όρος Θαβώρ κατά τη Μεταμόρφωση του Χριστού. Η διένεξη πήρε και πολιτικό χαρακτήρα. Οι η., στους οποίους αντιτάχθηκε η αυτοκράτειρα Άννα, επίτροπος του γιου της, Ιωάννη, E’– ακολούθησαν τον Ιωάννη Καντακουζηνό στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ αυτού και του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη E’. Όμως, η δυτική προέλευση τόσο του Βαρλαάμ όσο και της αυτοκράτειρας Άννας (της Σαβοΐας) έδωσε και εθνικό χαρακτήρα στο κίνημα, που πολλοί το υποστήριξαν ως αντιλατινικό. Οι απόψεις των η. υπερίσχυσαν με τη σύνοδο του 1351, μετά την επικράτηση του Ιωάννη Καντακουζηνού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Βαρλαάμ ο Καλαβρός — (Σεμιναρία Καλαβρίας 1290; – Ιέρακας Καλαβρίας 1350;). Έλληνας θεολόγος και φιλόσοφος του Μεσαίωνα, πρόδρομος της Αναγέννησης. Σπούδασε και στη συνέχεια δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες στην Κάτω Ιταλία, όπου νέος ακόμα απέκτησε φήμη… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόψυχοι — Καλόγεροι των μοναστηριών του Αγίου Όρους κατά τον 14o αι. Είναι γνωστοί και ως ησυχαστές ή ησυχάζοντες. Βλ. λ. ησυχαστές …   Dictionary of Greek

  • άκτιστος — και άχτιστος, η, ο (AM ἄκτιστος, ον) νεοελλ. (για οικοδομήματα) αυτός που δεν χτίστηκε ή δεν μπορεί να χτιστεί αρχ. αδημιούργητος μσν. «ἄκτιστον φῶς» το λαμπρότατο φως, το οποίο περιβάλλει τους Ησυχαστές, όταν βρίσκονται σε έκσταση θεωρείται ως… …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστήριο — Μορφή μοναστικής εγκατάστασης, όπου οι μοναχοί αποχωρούν για να ζήσουν απομονωμένοι μακριά από τις κοσμικές απολαύσεις. Οι όροι ησυχία και ησυχαστής ανήκουν στο λεξιλόγιο του μοναχισμού και καθορίζουν τον τρόπο ζωής εκείνων που αναζητούσαν τον… …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… …   Dictionary of Greek

  • ομφαλόψυχος — ο (Μ ὀμφαλόψυχος) συν. στον πληθ. ο ομφαλόψυχος εκκλ. σκωπτική ονομασία με την οποία οι πολέμιοι τού ησυχασμού χαρακτήριζαν τους ησυχαστές μοναχούς τού 14ου αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + ψυχος (< ψυχή)] …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Κυδώνης — Επώνυμο οικογένειας λογίων και πολιτικών της υστεροβυζαντινής περιόδου. 1. Δημήτριος (Θεσσαλονίκη 1324; – Βενετία ή Κρήτη 1397/8). Πολιτικός, θεολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, έλαβε επιμελημένη μόρφωση και έδειξε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”